- λάχνῃ
- λάχνηsoft woolly hairfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάχνη — soft woolly hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχνη — η (Α λάχνη) το πρώτο λεπτό τρίχωμα νέου άνδρα, το χνούδι («ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον», Πίνδ.) νεοελλ. στον πληθ. οι λάχνες ανατ. μικρές λεπτές αγγειοφόρες προεξοχές που αυξάνουν το εμβαδόν τής επιφάνειας ενός υμένα, όπως είναι το χόριο… … Dictionary of Greek
λάχναι — λάχνη soft woolly hair fem nom/voc pl λάχνᾱͅ , λάχνη soft woolly hair fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχναις — λάχνη soft woolly hair fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχνην — λάχνη soft woolly hair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχνης — λάχνη soft woolly hair fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχνῃσι — λάχνη soft woolly hair fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχνος — (I) λάχνος, ὁ (Α) λάχνη*, χνούδι, τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λάχνη]. (II) λάχνος, ὁ (Α) λαίμαργος, αδηφάγος. (III) ο ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας aphididae … Dictionary of Greek
λάχνᾳ — λάχναι , λάχνη soft woolly hair fem nom/voc pl λάχνᾱͅ , λάχνη soft woolly hair fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
волокно — укр. волокно, болг. влакно, сербохорв. влакно, словен. vlakno, чеш., слвц. vlakno, польск. wɫokno, в. луж. wɫokno, н. луж. ɫokno; см. Торбьёрнссон 1, 104. Считается родственным др. инд. valkam, valkas лыко , др. англ. wloh волокно, клочок ; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера